Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Σερντάρης από τη Βλαχοκερασιά τίμησε με το έργο του την Ελλάδα



    Το απόγευμα της 1ης Αυγούστου είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά έναν καταξιωμένο άνθρωπο της έβδομης τέχνης, το συμπατριώτη μας Βαγγέλη Σερντάρη. Ο Βαγγέλης Σερντάρης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1935.Ήταν το 2ο παιδί από τα 4 τέκνα της οικογένειας του Γεωργίου Σερντάρη και της Ασπασίας Κατσαφάνα.
 
  Μεγάλωσε στη Βλαχοκερασιά στα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της μετεμφυλιακής Ελλάδος. Σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στο Πάντειο  Πανεπιστήμιο. Ως φοιτητής εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον καθηγητή Φιλοσοφίας, τον κύριο Θεοδωρακόπουλο, ο οποίος τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Λόγω των οικονομικών δυσχερειών εργαζόταν, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Πάντειο.
 

    Όλα αυτά τα χρόνια, ο κινηματογράφος αποτελούσε μόνιμο σύντροφο του. Θυμάται τον εαυτό του ως θεατή στις κινηματογραφικές αίθουσες του Ίρις, στην Ιπποκράτους και Ακαδημίας. Εκεί είχε την δυνατότητα να παρακολουθήσει μεγάλο αριθμό ταινιών(κυρίως ρώσικων),ενώ παράλληλα επιδιδόταν εντατικά στην ανάγνωση κριτικών. Όπως χαρακτηριστικά διατύπωσε: «Πρέπει να αφιερώσεις χρόνο, μελέτη, να στερηθείς πράγματα  για να μπεις στον κινηματογράφο».
 
   Κάπως έτσι ήρθε στην ζωή του και η Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου. Επρόκειτο για ένα σημαντικό κεφάλαιο στην καριέρα του. Ήταν ένα πραγματικό φυτώριο ανθρώπων της τέχνης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε:  «η Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου συνέβαλε σημαντικά στη μύηση στο θέμα της γενικότερης παιδείας μου». Από αυτήν αναδείχθηκαν σημαντικές προσωπικότητες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, όπως ο Βρεττάκος, η Τζιοβάννα  Μπέζου, ο Φέρης και ο Αδαμόπουλος. Οι παραπάνω μαζί με τον Σερντάρη αποτέλεσαν μια «ομάδα που ευτύχησε να δημιουργήσει στον κινηματογράφο».
 
   Στα πλαίσια της σχολής αυτής είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με ένα μεγάλο αριθμό διανοουμένων, με εξέχοντα τον Χρήστο Θεοδωρόπουλο  ,που  προερχόταν από τη γαλλική κινηματογραφική σχολή της IDHEC και ήταν εκείνος που του προσέφερε τα κατάλληλα εφόδια, τα οποία τον βοήθησαν στην πορεία του.  Θυμάται ακόμα τους νυκτερινούς περιπάτους που έκαναν μαζί με τον Βρεττάκο, Μπέζου, Φέρη  και Αδαμόπουλο, συζητώντας γενικά θέματα.
 
  Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του και την θητεία του στον στρατό, όπου υπέφερε, γιατί ήταν χαρακτηρισμένος ως αριστερός από τον θείο του, το γιατρό Ντίνο Κατσαφάνα, άρχισε κατευθείαν να εργάζεται ως  βοηθός σκηνοθέτη. Μια εταιρία ξεχωρίζοντας το ταλέντο του τον κράτησε ως μόνιμο βοηθό με σταθερή αμοιβή. Είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα σκηνοθετών, όπως τον Ανδρίτσο. Πέραν από βοηθός σκηνοθέτη, όλοι οι παραγωγοί τον είχαν έμπιστο άτομο για να οργανώνει τα πάντα(από την επιμέλεια των ηθοποιών μέχρι το στήσιμο της κάμερας). «Ωφελήθηκα στα μέγιστα. Έκανα πρακτική εξάσκηση μέσω αυτού», ανέφερε χαρακτηριστικά.
 
   Ορόσημο στο έργο του αποτελεί το 1967,όπου κάτω από το καθεστώς της δικτατορίας  γύρισε την πρώτη του ταινία "Ληστεία στην Αθήνα"(αρχικό όνομα :Όταν η πόλις κοιμάται).Επρόκειτο για μια εξαιρετική ρεαλιστική ταινία γυρισμένη σε αυθεντικούς χώρους, οι οποίοι του επέτρεψαν να αναπτύξει τις κοινωνιολογικές του αντιλήψεις. Η ταινία αυτή γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία, γεγονός το οποίο διέψευσε την αβεβαιότητα πολλών κακεντρεχών. Απέσπασε μια σειρά από ενθαρρυντικές κριτικές με ξεχωριστή θέση την κριτική της Ροζίτας Σώκου, που τον χαρακτήρισε ως «Φελίνι της Ελλάδος». Ακολούθησαν και άλλες ταινίες όπως: η Συμμορία Εραστών(1972), το Ζήτημα Ζωής και Θανάτου, το κορίτσι και το Άλογο(1973),Θέμα συνείδησης(1974),στα Δίκτυα του Τρόμου(1975), Κόντρα(1981), η Βασιλική (μεγάλη διεθνής επιτυχία, 1997) και ο 7ος  ήλιος του έρωτα (2001).
 
  Παράλληλα ασχολήθηκε και με την τηλεόραση. Το 1974 μετά από πρόταση του Ζεργουλάκου ανέλαβε να γυρίσει το πρώτο του ντοκιμαντέρ με θέμα τον καρκίνο. Επρόκειτο για ένα έργο που ήρθε και τάραξε την ελληνική κοινωνία. Ακολούθησε ένας σημαντικός αριθμός ντοκιμαντέρ, που γύρισε μόνος του αλλά και σε συνεργασία με άλλους σκηνοθέτες. Επρόκειτο για ντοκιμαντέρ ιστορικού, λαογραφικού ,εθνολογικού περιεχομένου, τα οποία γύρισε για λογαριασμό της ελληνικής τηλεόρασης και του Αγγλικού Channel 5.
 
 
    Οι ταινίες του συνήθως στρέφονται γύρω από το θέμα της Κατοχής, της ταραγμένης περιόδου του Εμφυλίου. Όπως ο ίδιος βεβαιώνει,  στη μνήμη του έχει καταγραφεί βιωματικά  και ανεξίτηλα, η κατοχή , ό εμφύλιος που γεννήθηκε μέσα στη κατοχή  και συνεχίστηκε και  μετά την αποχώρηση των Γερμανών τον Οκτώβρη  του 1944  και κράτησε  μέχρι  το 1949 . Ακολούθησε η φοβερή μετεμφυλιακή  περίοδος που κράτησε και αυτή  αρκετά χρόνια μετά  και  άφησε  πολλές ανοιχτές πληγές.  Αυτή η βιωματική μνήμη γίνεται   εμφανής σε αρκετά  σημεία  του έργου του. «Πάντα το θέμα  μου  είναι μέσα στις συντεταγμένες τις δικές  μου. Μέσα μου υπάρχει ένα ηθικό υπόβαθρο. Θέλω να νιώθω καλά με το θέμα και με εμένα και ό,τι θέλω να πω το λέω με τις ταινίες μου», αποκαλύπτει ο ίδιος.
 
   Στη συνέχεια της συζητήσεως μας τον ρώτησα ποιες ταινίες του ξεχωρίζει περισσότερο. Μου απάντησε ότι θεωρεί σημαντικότερη την πρώτη του ταινία και τη Βασιλική(1997). «Η Ληστεία στην Αθήνα με βοήθησε να ανοίξω τον πύρο του βαρελιού, που είχε καλό κρασί, ενώ η Βασιλική περιέχει πολλά βιωματικά στοιχεία».
Μετά μου ανέφερε ότι η πορεία του δεν ήταν εύκολη. Ήρθε πολλές φορές στο σημείο να παραιτηθεί, αλλά ποτέ δεν το έκανε. Αντιμετώπισε συχνά οικονομικές κυρίως δυσκολίες μιας και σε πολλές περιπτώσεις η χρηματοδότηση για το γύρισμα των ταινιών δεν ήταν επαρκής. Πέραν αυτού τόνισε ότι αντιμετώπισε και δυσκολίες με πολλούς ηθοποιούς. «Οι συνεργασίες με πολλούς ηθοποιούς δεν ήταν πάντα άψογες. Η καλύτερη ήταν με την Ταμίλα Κούλιεβα-Καραντινάκη στην ταινία Βασιλική. Ο κινηματογράφος είναι γεμάτος ευτυχισμένες και δυστυχισμένες στιγμές. Ευτυχισμένες όταν το έργο σου επιτύχει, δυστυχισμένες ,όταν την έχεις πατήσει με το θέμα καθώς και με την επιλογή ηθοποιών".
 
    Ο κύριος Σερντάρης δεν στάθηκε μόνο εδώ. Όταν τον ρώτησα ποια είναι η γνώμη του για τον κινηματογράφο σήμερα, εξέφρασε με πικρία: «Ο κινηματογράφος έχει τελειώσει στις μέρες μας. Όλοι με μια κάμερα στο χέρι έχουν γίνει σκηνοθέτες. Επίσης, δεν υπάρχουν πειστικές ταινίες με ένα θέμα που σε προβληματίζει, σε ωθεί, σε αναγεννά. Οι παλιές εποχές πάνε. Ο κινηματογράφος έχει τελειώσει. Το κλίμα γενικώς είναι άρρωστο. Δεν υπάρχει τίποτα».
 
   Πλέον, ο κινηματογράφος για τον ίδιο αποτελεί παρελθόν. Επιδίδεται στις μέρες μας στην ανάγνωση παλαιών συγγραφέων. Επίσης, διαβάζει επιλεκτικά μέσα από το internet για σκηνοθέτες και συγγραφείς πράγματα που δεν είχε την δυνατότητα πρόσβασης στο παρελθόν. Όπως χαρακτηριστικά έκανε λόγο «αισθάνομαι ικανοποίηση με απλά πράγματα, πρακτικά .Νιώθω ευχαρίστηση με την φύση και βρίσκω καταφύγιο στο δάσος». Δεν εγκαταλείπει όμως  τα όνειρά του αν και δεν παύει να έχει αίσθηση της πραγματικότητας ότι ο χρόνος περνά γρήγορα. «Εξακολουθώ να ονειρεύομαι ταινίες, είναι καλό να μένεις με το όνειρο» ,είπε χαρακτηριστικά.
 
  Ο Βαγγέλης Σερντάρης αποτελεί μια μεγάλη προσωπικότητα, που έχει τιμήσει με το πολυβραβευμένο έργο του την Ελλάδα και φυσικά τη γενέτειρά του, τη  Βλαχοκερασιά. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της ελληνικής χρυσής εποχής και όχι μόνο, μιας και συγκαταλέγεται στις ξεχωριστές περιπτώσεις του παγκόσμιου κινηματογράφου.
 
 Γιώργος Μητρόπουλος


Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη